Χαίρετε, κλειστὰ λουλούδια /τῆς πρωτόβγαλτης αύγῆς!/ Ὤ! τὸ ἀσκόρπιστο τὸ μύρο/ μέσα τὸ φυλᾶτε ἐσεῖς!/
Μάτια σεῖς ποὺ ὅλο ρωτᾶτε/ὦ ἀφανέρωτα φτερά,/ ὀνειρό- θρεφτα κορμάκια,/μεταξόμαλλα παιδιά.
Κωστὴς Παλαμᾶς

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453

Ἡ ἅλωσις μὲ τὴν πένα τῆς Μαρίας Λαμπαδαρίδου -Πόθου :

 
     Ἐκείνη τὴν Βασιλεύουσα, ποὺ αἱμορραγούσανε οἱ δρόμοι της καὶ οἱ ἐκκλησιές της, δὲν θέλω νά τηνε θυμοῦμαι. Ἐκείνη τὴν Βασιλεύουσα τὴν ἐγκαταλειμμένη ἀπὸ τὸν θεό της. Προτιμῶ νά τηνε φέρνω στὴ σκέψη μου βασιλίδα, ντυμένη μὲ πορφύρα χρυσοκέντητη, μὲ τὸ δικέφαλο ἀετὸ στὸ μετωπό της.
    Ὅμως, τότε ἀκόμα, ἡ ψυχή μου αἱμορραγοῦσε μαζί της.
 
   Ἤτανε Κυριακὴ, πέντε μέρες μετὰ τὴν συμφορά, καὶ τὰ πράγματα ἔμοιαζαν πιὸ ἥσυχα. Δὲν σφάζανε πιὰ στοὺς δρόμους, καὶ ὁ καταραμένος, σὰν μπήκε στὴν Πόλη θριαμβευτὴς ἐπάνω στὸ ἄλογό του, ἔδωσε διαταγὴ νὰ σταματήσει τὸ αἷμα καὶ ἡ καταστροφή. Μά πῶς μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὶς ἄγριες ὀρδές του, φουσάτα ἀτελείωτα ἀπὸ πεινασμένους καὶ λογιῶν τυχοδιῶκτες, ποὺ περιμένανε τούτη τὴν ὥρα; Καὶ μόνο τὸ βράδυ τῆς Πέμπτης, τρίτης ἡμέρας σφαγῆς, κόπασε τὸ ὁμαδικὸ αἷμα καὶ ἡ λυσσώδης λεηλασία, γιὰ νὰ ἀρχίσει ἡ θηριωδία τοῦ σκλαβοπάζαρου καὶ ἡ ἐκδικητικὴ θανάτωση τῶν εὐγενῶν καὶ τῶν ὀφικιάλιων ἀπὸ τὸν ἴδιο.
 
  Πέρασα ἀπὸ τὴν κολόνα τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἡ καρδιά μου σκίρτησε...
 
  Θυμοῦμαι, θυμοῦμαι...
  Θυμοῦμαι, θυμοῦμαι...

    Δευτέρα πικρή. Δευτέρα τοῦ γενναίου χαῖρε. Τὴν ἀποχαιρετοῦσα πιά. Τὴν Πόλη τῶν δακρύων μου. Τὴν ἐρασμία. Τὴν ἀποχαιρετοῦσα.
...
   Τὰ βήματα μὲ φέρανε ψηλά, στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἤθελα νὰ τὴν ἀποχαιρετήσω, νὰ τηνε δῶ ξανά, νὰ αἰσθανθῶ τὸ ρῖγος τῆς ὁρμῆς ἐπάνω στὸ νεκρό μου σῶμα, τὸ ρῖγος τῆς ἀντρειοσύνης μας. Καὶ ἔψαχνα σὰν τὸν τρελὸ στὸ τρέμισμα τοῦ ἀγέρα νὰ βρῶ τὸν κραδασμὸ ἀπὸ τὴν ψυχή τοῦ αὐτοκράτορα, ἀπὸ τὴν τελευταία κραυγή του...
  Ἐδῶ... ἐδῶ, στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔπεσε, μονολογοῦσα παραλοϊσμένος, ἐδῶ...ἐδῶ, σὲ αὐτὲς τὶς πέτρες ἐπάνω, σὲ αὐτὸ τὸ χορτάρι, καὶ τὸ ἄγγιζα τρέμοντας καὶ τὸ καταφιλοῦσα. Ὥσπου ἔπεσα ὁλόσωμος ἐπάνω στὴ γῆ, στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τὸ ἀκριβὲς -πίσω ἀπὸ τὴν καστρόπορτα καὶ δίπλα στὸ γκρεμισμένο ἐσωτείχιο τοῦ πύργου-ἔπεσα ὁ ἄμοιρος ἐπάνω στὸ αἷμα του, ποὺ ἤτανε χλωρὸ ἀκόμα καὶ μοῦ μιλοῦσε, "δὲν πέθανα, μοῦ ἔλεγε, μὴν κλαῖς, ἐκεῖ στὸ χρόνο τὸ μαρμαρωμένο βρῆκα ξανὰ τὸ ματωμένο μου σπαθὶ καὶ περιμένω...ἐκεῖ, στὴν ἀγρυπνία τῶν ψυχῶν..."


Ἀποσπάματα ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα τῆς Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου "Πῆραν τὴν Πόλη πῆραν την..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου