Χαίρετε, κλειστὰ λουλούδια /τῆς πρωτόβγαλτης αύγῆς!/ Ὤ! τὸ ἀσκόρπιστο τὸ μύρο/ μέσα τὸ φυλᾶτε ἐσεῖς!/
Μάτια σεῖς ποὺ ὅλο ρωτᾶτε/ὦ ἀφανέρωτα φτερά,/ ὀνειρό- θρεφτα κορμάκια,/μεταξόμαλλα παιδιά.
Κωστὴς Παλαμᾶς

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

2014

 

Εὔχομαι

 

τυχεῖν τὰ βεβουλευμένα!

______________________________________________________________________________

ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

        Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
    
                Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἢ ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δύο τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

          Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύσῃ περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῶ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἠρέμα πρὸς δυσμὰς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
― Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
― Καὶ τί εἶναι;
― Εἶναι…
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δύο ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἆρα ἦτο;
        Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δύο φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἔγγονος τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δύο τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δύο φίλοι.
― Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε* χωρὶς νὰ πυροφανίζετε ― καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτε θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῇ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
―Ἀμ᾿ ποῦ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνον οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲν βλέπω τίποτα!… Τὸ εἶδε κι ὁ Γιαλὴς αὐτὸ ποὺ λὲς πὼς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν τῆς ἡλικίας του νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφτασα τὴ γρια-Κοιράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, ―ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτή― μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερο-Θεριά (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὁποὺ ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήσῃ τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθῃ νὰ τὴν στεφανωθῇ.
 
     Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς στεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῇ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθῃ ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, νὰ γυρίσῃ ὁ σαστικός* της νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τό ᾽βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίσῃ. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτά τους στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρές τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλές τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλές τους, ἐμπῆκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
― Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
 
     Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ἦρθε νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσᾶτό του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐγκαίρως, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξῃ τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
Μερικοὶ λένε, πὼς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινεν ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλυωσε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».
(1906)

Περισσότερα διηγήματα καὶ πληροφορίες: www.papadiamandis.org
 

 

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ

Γνωρίζετε ποιός ὀνομάσθηκε "πατήρ τῆς ἱστορίας";

Γνωρίζετε ποιός εἶναι ὁ πρῶτος ἐπιστήμων ἱστορικός;

Γνωρίζετε ποιός συνέχισε τὸ ἒργο του;

Ὁ Ζιλμπέρ ἐτοίμασε μία μικρή ἐργασία γιὰ νὰ τοὺς γνωρίσουμε:


ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΛΑΘΟΣ. ΜΠΟΡΕΙΤΕ  ΝΑ ΤΟ ΕΥΡΕΤΕ; 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940


Οὐ τῶν νικώντων ἐστὶ

 τὰ ὅπλα παραδιδόναι…

23 Απριλίου 1941
 
"Η διαταγή ήρθε πρωί-πρωί να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Ήμασταν αιχμάλωτοι. Κατά το μεσημέρι, την ώρα που παραδίδονταν στους Γερμανούς τα πυροβόλα, αυτοκτόνησε ο ταγματάρχης Βέρσης και δύο λοχίες. Είχανε κρατήσει τον όρκο πως ο πυροβολητής πεθαίνει πάνω στο πυροβόλο του, αλλά δεν το εγκαταλείπει".  ("Απρίλης", Γ' έκδοση, σελ. 178).
 
Ὁ Μάνος Κατράκης διηγεῖται: «κάποια στιγμή, μια δυνατή φωνή ξεχώρισε να καλεί όσους ήμασταν του πρώτου Πεδινού. Ήταν ο ταγματάρχης μας Βερσής. Όσοι είχαμε μείνει, μαζευτήκαμε γύρω του. Τότε, εκείνος, ρίχνοντας μια ματιά σε όλους, σαν να ήθελε να μας αγκαλιάσει, είπε, ενώ τον έπνιγε η συγκίνηση: Παιδιά μου, προδοθήκαμε. Κάναμε το χρέος μας. Φεύγω από κοντά σας, υπερήφανος για σας. Καλή πατρίδα, καλή λευτεριά!»

 

ΤΟ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟΝ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ 

Τὸ τελετουργικὸ τῆς θυσίας, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ ὑποστράτηγος Ι. Α. Βερνάρδος:
"Το V Σύνταγμα Πυροβολικού παρέδωσε τα πυροβόλα και τον οπλισμό του εις το χωρίον Σταυράκι. Η ταχύπτερος φήμη έφερε μέχρις ημών την νύκτα της επομένης, ότι ο ταγματάρχης πυροβολικού Βερσής Κωνσταντίνος, διοικητής μοίρας πυροβολικού, ετίμησε, κατά τρόπον μεγαλειώδη, το υπερήφανον όπλον του. Όταν, δηλαδή, έλαβε την διαταγή να παραδώση τα πυροβόλα του, συνεκέντρωσεν τους άνδρας της μοίρας του με μέτωπον προς νότον, προς την αιώνιαν Ελλάδα. Διέταξε και πάντες έψαλαν τον Εθνικό μας Ύμνον, και κατόπιν, αφού ησπάσθη τα πυροβόλα του, έδωσε διαταγήν και τα συνέτριψαν με δυναμίτιδα. Κι ενώ ακόμη το έδαφος εσείετο από τας εκρήξεις, ο Βερσής, στηρίξας το περίστροφόν του εις τον δεξιόν του κρόταφον, ηυτοκτόνησε". (Ι.Α. Βερνάρδου "Τρεμπεσίνα", σελ. 176. Εκδόσεις Ν. Αλικιώτης και Υιοί).

Στὴν "Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους" διαβάζουμε:

"Την ίδια μέρα, ο αγώνας της Ελλάδος σημαδεύτηκε από την πράξη ενός μαχητή στο μέτωπο, που συμβόλιζε το δράμα της χώρας μας και του λαού της. Στη σχετική με τη δράση του Α' Σώματος Στρατού έκθεση αναγράφεται: Ο ταγματάρχης του Πυροβολικού Βερσής, διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώση τα πυροβόλα της μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταύτα και τους απέδωκε τιμάς, ηυτοκτόνησε, ενώ η μοίρα του έψαλλε τον Εθνκόν Ύμνον".
("Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τόμος ΙΕ', σελ. 451. Εκδοτική Αθηνών).

Ἡ φήμη γιὰ τὸ συνταρακτικὸ αὐτὸ γεγονὸς κυκλοφόρησε μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς ἀνάμεσα στὸν διαλυόμενο ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ γέννησε ἱερὸν δέος στὶς ψυχὲς τῶν στρατιωτῶν.

Ὁ ἡρωικὸς Ταγματάρχης μὲ τὸ τελευταῖο γράμμα ποὺ εἶχε γράψει στὴν οἰκογένεια του προέτρεπε τὸν Σωτηράκη τὸν μικρό του γιό -ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Ἕκτωρ τὸν μικρὸ Ἀστυάνακτα-, ὅταν μεγαλώση νὰ γίνη ἕνας καλὸς στρατιώτης καὶ εὐχόταν μία μέρα νὰ πολεμήσουν μαζί.
 
"Ο Σωτηράκης τι κάνει; Ήταν πολύ ωραίο το γράμμα του. Να φροντίζετε να μη κόβει την όρεξη του με πολλά γλυκά σε ακατάλληλες ώρες. Να τρώει μόνο σε ώρες που πρέπει και αφού φάγει όλο του το φαγητό πρώτα. Να μάθει να τρώει από όλα τα φαγητά, όπως όλοι εδώ οι στρατιώται, για να γίνει και αυτός ένας καλός στρατιωτάκος όταν μεγαλώσει. Ίσως να με συναντήσει ως στρατιώτης στο μέτωπο, καθώς πάμε, καμμιά φορά. Εις όλους τους δικούς μας χαιρετίσματα.
Φιλιά, Κώστας  
 
15 Απριλίου 1941.
 
Ἕκτωρ:

«Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί, δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι

παῖδ΄ἐμόν, ὡς καὶ ἐγώ περ, ἀριπρεπέα Τρώεσσιν…»


 
Β΄. ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 8/5/41
Ἡ Μακεδονία ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ὑπῆρξε χώρα καθαρῶς ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Ἀψευδὴς μάρτυς τούτου δὲν εἶναι μόνον ἡ ἱστορία, ἀλλὰ καὶ τὰ πάμπολλα μνημεῖα, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν καὶ συνεχῶς εὑρίσκονται ὑπὸ τὸ ἔδαφος αὐτῆς.
Οἱ πρὸ 2000 ἐτῶν π.Χ. κάτοικοι αὐτῆς ἦσαν Ἕλληνες δωρικῆς καταγωγῆς. Λόγῳ ὅμως τῆς γεωγραφικῆς θέσεως ταύτης καὶ τῆς εὐφορίας τοῦ ἐδάφους της ὑπέστη κατὰ καιροὺς πολυαρίθμους ἐπιδρομὰς ἐκ μέρους διαφόρων βαρβάρων λαῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκ περιτροπῆς καὶ κατὰ περιόδους κατώρθωναν νὰ τὴν ὑποδουλώνουν.
Ἀλλ’ οὐδεὶς τούτων, παρὰ τὰ σκληρὰ καὶ βίαια μέτρα, τὰ ὁποῖα μετήρχετο, κατώρθωσε νὰ μεταβάλῃ τὸν Ἑλληνικὸν χαρακτῆρα αὐτῆς καὶ τὸ ἐθνικὸν αἴσθημα τῶν κατοίκων της.
Τοιαύτης χώρας ἡ Πατρὶς καὶ ὁ Βασιλεὺς μᾶς ἐνεπιστεύθησαν τὴν φρούρησιν. Τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς πρέπει νὰ φανῶμεν πάντες ἀντάξιοι. Βαρὺ καὶ δύσκολον τὸ ἔργον, ἀλλ’ ἀνάλογος θὰ εἶναι καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα ὅλων μας καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Πατρίδος.
Πιστεύω ὅτι οὐδεὶς θὰ θελήσῃ ν’ ἀπειλήσῃ ἀπὸ Βορρᾶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Πατρίδος μας. Ἐὰν ὅμως τολμήσῃ, πρέπει νὰ ὑποστῇ καὶ οὗτος τὴν τύχην τοῦ ἀντιπάλου μας, ὁ ὁποῖος ἐπεχείρησεν ὅλως αἰφνιδιαστικῶς νὰ παραβιάσῃ τὰ Ἠπειρωτικὰ σύνορά μας, διὰ νὰ ὑποδουλώσῃ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ σήμερον, ἀντὶ νὰ εὑρίσκεται οὗτος ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους, ὅπως ὑπελόγιζε καὶ ἦτο βέβαιος περὶ αὐτοῦ, εὑρίσκεται ἡττημένος εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀλβανίας.
Πρὸ τῆς ἀκατασχέτου ὁρμῆς καὶ τῶν σκληρῶν κτυπημάτων τοῦ ἡρωϊκοῦ στρατοῦ μας, διωκόμενος, καταβάλλει ἀπεγνωσμένας προσπαθείας, ὅπως συγκρατήσῃ τὸν πανικόβλητον καὶ ἔντρομον στρατόν του.
Καὶ ὁ στρατὸς τῆς Μακεδονίας, ἐὰν αἱ περιστάσεις ἐπιβάλουν νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ ὕψιστον πρὸς τὴν Πατρίδα καθῆκόν του, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ φανῇ ἀντάξιος τῆς μεγάλης ἀποστολῆς του καὶ ἀντάξιος τοῦ ἐν Ἀλβανίᾳ ἀγωνιζομένου σήμερον ἡρωϊκοῦ στρατοῦ μας.
Μὲ τὴν ἀπόλυτον ταύτην πεποίθησιν ἀναλαμβάνων τὴν Διοίκησιν τούτου ἀπευθύνω εἰς πάντας ἐγκάρδιον χαιρετισμόν.
Ἀντιστράτηγος Κωνσταντῖνος Μπακόπουλος
                                                              Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε' Δημοτικού 1955
                                                                             

                

 

 

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453

Ἡ ἅλωσις μὲ τὴν πένα τῆς Μαρίας Λαμπαδαρίδου -Πόθου :

 
     Ἐκείνη τὴν Βασιλεύουσα, ποὺ αἱμορραγούσανε οἱ δρόμοι της καὶ οἱ ἐκκλησιές της, δὲν θέλω νά τηνε θυμοῦμαι. Ἐκείνη τὴν Βασιλεύουσα τὴν ἐγκαταλειμμένη ἀπὸ τὸν θεό της. Προτιμῶ νά τηνε φέρνω στὴ σκέψη μου βασιλίδα, ντυμένη μὲ πορφύρα χρυσοκέντητη, μὲ τὸ δικέφαλο ἀετὸ στὸ μετωπό της.
    Ὅμως, τότε ἀκόμα, ἡ ψυχή μου αἱμορραγοῦσε μαζί της.
 
   Ἤτανε Κυριακὴ, πέντε μέρες μετὰ τὴν συμφορά, καὶ τὰ πράγματα ἔμοιαζαν πιὸ ἥσυχα. Δὲν σφάζανε πιὰ στοὺς δρόμους, καὶ ὁ καταραμένος, σὰν μπήκε στὴν Πόλη θριαμβευτὴς ἐπάνω στὸ ἄλογό του, ἔδωσε διαταγὴ νὰ σταματήσει τὸ αἷμα καὶ ἡ καταστροφή. Μά πῶς μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὶς ἄγριες ὀρδές του, φουσάτα ἀτελείωτα ἀπὸ πεινασμένους καὶ λογιῶν τυχοδιῶκτες, ποὺ περιμένανε τούτη τὴν ὥρα; Καὶ μόνο τὸ βράδυ τῆς Πέμπτης, τρίτης ἡμέρας σφαγῆς, κόπασε τὸ ὁμαδικὸ αἷμα καὶ ἡ λυσσώδης λεηλασία, γιὰ νὰ ἀρχίσει ἡ θηριωδία τοῦ σκλαβοπάζαρου καὶ ἡ ἐκδικητικὴ θανάτωση τῶν εὐγενῶν καὶ τῶν ὀφικιάλιων ἀπὸ τὸν ἴδιο.
 
  Πέρασα ἀπὸ τὴν κολόνα τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἡ καρδιά μου σκίρτησε...
 
  Θυμοῦμαι, θυμοῦμαι...
  Θυμοῦμαι, θυμοῦμαι...

    Δευτέρα πικρή. Δευτέρα τοῦ γενναίου χαῖρε. Τὴν ἀποχαιρετοῦσα πιά. Τὴν Πόλη τῶν δακρύων μου. Τὴν ἐρασμία. Τὴν ἀποχαιρετοῦσα.
...
   Τὰ βήματα μὲ φέρανε ψηλά, στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἤθελα νὰ τὴν ἀποχαιρετήσω, νὰ τηνε δῶ ξανά, νὰ αἰσθανθῶ τὸ ρῖγος τῆς ὁρμῆς ἐπάνω στὸ νεκρό μου σῶμα, τὸ ρῖγος τῆς ἀντρειοσύνης μας. Καὶ ἔψαχνα σὰν τὸν τρελὸ στὸ τρέμισμα τοῦ ἀγέρα νὰ βρῶ τὸν κραδασμὸ ἀπὸ τὴν ψυχή τοῦ αὐτοκράτορα, ἀπὸ τὴν τελευταία κραυγή του...
  Ἐδῶ... ἐδῶ, στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔπεσε, μονολογοῦσα παραλοϊσμένος, ἐδῶ...ἐδῶ, σὲ αὐτὲς τὶς πέτρες ἐπάνω, σὲ αὐτὸ τὸ χορτάρι, καὶ τὸ ἄγγιζα τρέμοντας καὶ τὸ καταφιλοῦσα. Ὥσπου ἔπεσα ὁλόσωμος ἐπάνω στὴ γῆ, στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τὸ ἀκριβὲς -πίσω ἀπὸ τὴν καστρόπορτα καὶ δίπλα στὸ γκρεμισμένο ἐσωτείχιο τοῦ πύργου-ἔπεσα ὁ ἄμοιρος ἐπάνω στὸ αἷμα του, ποὺ ἤτανε χλωρὸ ἀκόμα καὶ μοῦ μιλοῦσε, "δὲν πέθανα, μοῦ ἔλεγε, μὴν κλαῖς, ἐκεῖ στὸ χρόνο τὸ μαρμαρωμένο βρῆκα ξανὰ τὸ ματωμένο μου σπαθὶ καὶ περιμένω...ἐκεῖ, στὴν ἀγρυπνία τῶν ψυχῶν..."


Ἀποσπάματα ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα τῆς Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου "Πῆραν τὴν Πόλη πῆραν την..."

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

ΙΩΜΕΝ ΕΣ ΑΓΟΡΑΝ;


ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ

 
Τὴν Κυριακή, 2 Ἰουνίου 2013, θὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸν ναὸ τοῦ Ἡφαίστου στὸ Θησεῖον, γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν κλυτοτέχνην θεὸν καὶ τὸν Θησέα, τὸν μεγάλο ἥρωα τῶν Ἀθηνῶν. Ἐν συνεχείᾳ θὰ περπατήσουμε στὴν Ἀρχαία Ἀγορὰ στὰ βήματα τοῦ Σωκράτους καὶ θὰ ἀνηφορίσουμε στὴν Ὁδὸ Παναθηναίων, γιὰ νὰ ἀτενίσουμε τὸν ἱερὸ βράχο καὶ τὰ γύρω ἱερὰ.

Σημεῖον συναντήσεως: εἴσοδος ἀρχαίας Ἀγορᾶς (Ἀδριανοῦ 24)

ΩΡΑ: 9.00

Εἴσοδος ἐλευθέρα γιὰ τὰ παιδιά (συνοδοί: μειωμένο εἰσιτήριο 2 εὐρώ)

 

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΕΝΟΣ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

 Ἰωάννης Γεωργίου, 11 ἐτῶν
 
      Ἡ ἐπίσκεψίς μου στὸ μουσεῖο Πειραιῶς ἦταν γιὰ μένα μία ἐξαιρετικὴ ἐμπειρία, γεμάτη συναισθήματα. Ἄς σᾶς πῶ, ὄμως, τί εἶδα καὶ τί σκέψεις μοῦ προκάλεσε, τὶς ὁποῖες μᾶλλον δὲν θὰ ξεχάσω ποτέ.
 
     Φθινόπωρο. Τὰ φυλλοβόλα δέντρα ἀρχίζουν νὰ χάνουν σιγὰ-σιγὰ τὰ φύλλα τους. Ἀπ΄ἔξω τὸ μουσεῖο φαινόταν καλό, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ εἶχε μέσα του ἦταν μαγικὰ καὶ σὲ ταχίδευαν σὲ διάφορους πολιτισμοὺς καὶ χρόνους. Μέ τό ποὺ πήγαμε μέσα, τί νά δῶ; Ἕνα λέοντα καὶ μάλιστα ποιόν λέοντα; Τὸν λέοντα τοῦ Μοσχάτου, ὁ ὁποῖος ἵσταται πάνω σὲ βάθρο σκαλισμένος μὲ τόση μεγάλη λεπτομέρεια! Ὅταν προχωρήσαμε στὸν πρῶτο ὄροφο, ἀντίκρυσα ἀμέσως τὸ ἔμβολο, τὸ ὁποῖο ἔθεταν στὴν ἄκρη τῆς νηός, ὥστε νὰ χτυποῦν τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα, γιὰ νὰ τὰ βυθίσουν. Τέτοια ὑπάρχουν μόνο δύο σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Μόλις προχωρήσαμε λίγο πιὸ μέσα, εἴδαμε ἀγγεῖα καὶ παιχνίδια τῆς Μινωικῆς καὶ τῆς Μυκηναϊκῆς ἐποχῆς. Λίγο πιὸ πέρα ἦταν κάτι μεγάλες περικεφαλαῖες καὶ ἐργαλεῖα ἰατρικῆς μέχρι καὶ μπιμπερά. Ἐν συνεχεία, ἀντικρύζω μία ἀπέραντη αἴθουσα μὲ ἀγάλματα περίτεχνα καὶ ὄμορφα στὴν ὄψη, ἐνῶ, μὲ τὸ ποὺ προχωρῶ πιὸ μέσα, κοιτάζω μὲ προσοχὴ τὴν θεά Ἄρτεμιν μὲ τὸν χιτῶνα της κι ἔτσι, ὅπως καθόμουν καὶ τὴν κοίταζα, ξαφνικὰ βρίσκομαι ἀντιμέτωπος μὲ τὰ χρωματιστὰ καὶ πολὺ ὄμορφα μάτια της. Εἶναι πολὺ σπάνιο, ξέρετε, νὰ δῆς καθαρὰ τὴν κόρη τῶν ματιῶν ἑνὸς ἀγάλματος. Καθὼς κατεβαίναμε, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα τέχνης, σταθήκαμε γιὰ λίγο στὸ θέατρο τῆς πόλης μὲ τὰ τρία λιμάνια.
 
    Σᾶς προτείνω νὰ ἀφήσετε γιὰ λίγο τὴν τηλεόραση καὶ νὰ πᾶτε μία βόλτα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιολογικὰ μουσεῖα τῆς πόλεώς μας.

 
Ἄρτεμις. Φωτογραφία:Μαρία Νικολούλια, δέκα ἐτῶν

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙ ΤΟΥ 1821



 Σοβαρὸν, ὑψηλὸν δόσε τόνον, ὦ Λύραὑμνοῦμεν
: Ἔνδοξον ἔργον




Ἡ μαθήτρια Νεφέλη Καψάλη, ἀπόγονος τοῦ Χρήστου Καψάλη, γράφει:

Ὁ Χρήστος Καψάλης γεννήθηκε τὸ 1751 καὶ πέθανε τὸ 1826. Ὑπῆρξε Ἕλλην προύχοντας καὶ πολεμιστὴς τοῦ Μεσολογγίου. Γεννήθηκε στὸ Μεσολόγγι ἀπὸ ἀρχαία οἰκογένεια. Μετὰ ἀπὸ τὴν τραγικὴ ἔκβασι τῆς τελευταίας πολιορκίας, ὁ Καψάλης μὴν μπορῶντας νὰ συμμετάσχη στὴν ἔξοδο προτίμησε νὰ πεθάνη στὰ ἐρείπια τῆς πατρίδας του.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

21 ΜΑΡΤΙΟΥ: Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

ΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΗΜΕΡΑ ΑΦΟΡΜΗ
                                   ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
                                       ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΛΙΓΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ.


Λίγους στίχους ἑνὸς μεγάλου ποιητοῦ, ἀγνώστου ὅμως στὰ παιδιά, θέλω νὰ σᾶς χαρίσω.
Εἶναι ὁ ποιητὴς τῆς Ἐλευθερίας, ὁ ποιητὴς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως,ὁ ποιητὴς ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Σολωμὸ -μολονότι δὲν ἔσμιξαν ποτέ- "σχηματίζουν τὰ προπύλαια τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς λογοτεχνίας". Εἶναι ὁ Ἀνδρέας Κάλβος.

Γιὰ τὴν ἐλευθερία θὰ πῆ:

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι

βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται

ζυγὸν δουλείας ἄς ἔχωσι.

Θέλει ἀρετὴ καὶ τόλμη

ἡ ἐλευθερία.
 
Γιὰ τὴν Ἐπανάστασι θὰ πῆ:
                                                                        Σοβαρὸν, ὑψηλὸν
 
 Δόσε τόνον, ὦ Λύρα.
 
Λάβε ἀστραπήν, καὶ ἦθος
 
Λάβε νοός, ὑμνοῦμεν
 
Ἔνδοξον ἔργον
 
Γιὰ τὸν προδότη τῆς πατρίδος θὰ πῆ

 
 
 Τὸν συντροφεύει ὁλόμαυρον
 
Μέγα ἐναέριον σύγνεφον
 
Κρέμεται ἀκόμα ἀτίνακτον
 
Ἀστροπελέκι ἐπάνω του
 
Κι ἄγρυπνος μοῖρα
 
 
Γιὰ τὴν Ἑλλάδα θὰ πῆ
 
Θερμότατον τὸν πόθον
 
Ἐφύτευσας τῆς δόξης
 
Εἰς τὴν καρδίαν τῶν τέκνων σου
 

Ὦ Ἑλλὰς καὶ καλεῖσαι
 
Μήτηρ ἡρώων
 
 
.


21 ΜΑΡΤΙΟΥ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

Ἡ παγκόσμια ἡμέρα ποιήσεως ἑορτάζεται κάθε χρόνο στὶς 21 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

ΗΛΘΕ ΤΟ ΕΑΡ!


1η Μαρτίου σήμερα, καὶ τὰ παιδιὰ σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδος τηροῦν ἕνα πανάρχαιο ἔθιμο, τὸ Χελιδόνισμα. Κατασκευάζουν δηλαδὴ ἕνα ὁμοίωμα χελιδονιοῦ καὶ τραγουδοῦν τὰ κάλαντα, γιὰ νὰ καλωσορίσουν τὴν Ἄνοιξι καὶ τὴν ἄγγελόν του τὴν χελιδόνα.







                                                Χελιδόνα ἔρχεται ἀπ΄ τὴ Μαύρη θάλασσα                 

θάλασσα κι ἄν πέρασε,ἔκατσε κι ἐλάλησε.

Ἔμαθε τὰ γράμματα,γράμματα σπουδάματα

γράμματα Ἐλληνικὰ ποὺ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ

τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ δάσκαλο.

«Δάσκαλος μᾶς ἔστειλε

νὰ μᾶς δώστε πέντε αὐγά.

Κι ἄν δὲν δίντε πέντε αὐγά

παίρνουμε τὴν κλωσσαριά.

Νὰ γεννᾶ καὶ νὰ κλωσσᾶ

καὶ νὰ σέρνη τὰ πουλιά!!!!


Ἄς τραγουδήσουμε κι ἐμεῖς τὸ τραγούδι γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς Ἀνοίξεως καὶ τῶν χελιδονιῶν. Νά τὸ ἀρχαῖο τραγουδάκι:



Ἦλθε ἦλθε χελιδών,

καλὰς ὥρας ἄγουσα,

καλοὺς ἐνιαυτούς,

ἐπὶ γαστέρα λευκά,

ἐπὶ νῶτα μέλαινα...

Μὴν παραλείψετε νὰ φορέσετε καὶ τὴν κρόκη, τὸν Μάρτη, ὅπως λέγεται σήμερα.
Ἡ κρόκη εἶναι τρίχρωμη κλωστὴ ποὺ φοροῦν στὸ χέρι τὰ παιδιὰ, ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς Ἀνοίξεως. Ἡ κρόκη ὑπενθυμίζει στὸ παιδὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ μένει γιὰ πολὺ ὥρα στὸν ἥλιο αὐτὴ τὴν ἐποχή.

 

 

 

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Οἱ ἀγαπημένοι μας συγγραφεῖς


«ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ»

 Ἐργασία τῆς Σοφίας Μπερουκλῆ, ἐτῶν 11.

      Η Πηνελόπη Δέλτα είναι μία απο τις πιό πολυδιαβασμένες συγγραφείς στην Ελλάδα.

      Σημάδεψε την λογοτεχνία του 20ου αιώνα καθώς άνοιξε το δρόμο για την παιδική λογοτεχνία. Ήταν η πρώτη γυναίκα που επέλεξε ιστορικά θέματα για τα βιβλία της. Μέσα από τους χαρακτήρες της προβάλλει ιδανικά όπως η ειλικρίνεια, η φιλαλήθεια, η αξιοπρέπεια, και η φιλοπατρία.

     Η φιλοπατρία είναι το στοιχείο που κυριαρχεί σε όλα της τα βιβλία. Αυτή την αξία θέλει περισσότερο να μας μεταδώσει, καθώς χαρακτήριζε και την ίδια. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα με τον θάνατό της. Αυτοκτόνησε όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα.

    Φέρθηκε σαν γνήσια Ελληνίδα σύμφωνα με το υψηλό και ελεύθερο φρόνημα του λαού μας. Ας μήν την ξεχνάμε λοιπόν για το πλούσιο λογοτεχνικό έργο που μας άφησε, αλλά και γιατί ενσαρκώνει όλα τα ιδεώδη που μας διδάσκει μέσα από τα βιβλία της.

 
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από βιβλία της:

 
Για την Πατρίδα:         

 

«Πές του να το μπήξει στο στήθος του, κάλια να ξεχάσει τι χρωστάει στην πατρίδα.»

 

«Εγώ είμαι ένας θα περάσω, η πατρίδα όμως θα μείνει.»

 

«Δεν έχεις δικαίωμα να την σπαταλήσεις ή να την πετάξεις την ζωή σου΄

 Ξοδεψέ την με τρόπο που να οφελήσει την πατρίδα.»

 

 

Παραμύθια και άλλα:     

 

«Την αγάπησε ευτυχισμένη αφού την δόξασαν άλλοι.

  Τέτοιες αγάπες δεν τις θέλει η πατρίδα.»

 

«Τρία παιδιά του έμειναν τα έδωσε και αυτά. Τί σημαίνει;»

 

 

Μάγκας:       

 

«Το αίμα του Μίκη Ζέζα με φωνάζει για εκδίκηση. Όλοι εμείς οι νέοι πρέπει

  να ελευθερώσουμε τα αιματοβαμένα εκείνα μαρτυρικά χώματα.»

 

Στο καιρό του Βουλγαροκτόνου:

 

          «Πρώτα η πατρίδα, ύστερα η φωνή της καρδιάς.»

 

          «Πάνω από όλες τις αγάπες είναι η πατρίδα.»

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Φιλοσοφία γλαυκῶπις

γλαύσσω
λάμπω

γλαῦξ

Θυμᾶστε τὸ ὀξυωπέστατον πτηνόν;

γλαυκῶπις

Θυμᾶστε αὐτὸ τὸ ἐπίθετο τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς;
 
Δεῖτε πῶς ὁ Ἀλέξανδρος Κοὺκ, μαθητὴς τῆς Γ΄Λυκείου σήμερα, τὶς ξαναφέρνει στὸ φῶς στὸ ποίημά του "Φιλοσοφία γλαυκῶπις", τὸ ὁποῖον ἔλαβε τὸ Γ΄ Βραβεῖον στοὺς ΚΖ Πανελληνίους Δελφικοὺς Ἀγῶνες Ποιήσεως 2012 κι ἔγινε ὁ νεώτερος ποιητὴς ποὺ βραβεύεται μεταξὺ ἐνηλίκων.
Καὶ μὴν ξεχνᾶτε, ἡ ποίησις διαβάζεται ἀργά, πολὺ ἀργά, λέξι-λέξι.

Φιλοσοφία γλαυκῶπις



Μὴ φανταστεῖς λίθο λαξευμένο
Καὶ γράμματα πολλά, παμπάλαιους παπύρους.
Σκέψου τὴν θάλασσα. Ναί, τὴν ζωοδότρα.
 
Ἀέρινη ἡ μορφή της, φωτεινὴ καὶ πανίσχυρη.
Ψηλάφισε αὐτὸ ποὺ σκέπτεσαι καὶ μέσα στὶς χαραγματιὲς τοῦ λογισμοῦ
τῆς ὀπτασίας αὐτῆς, ἐκεῖ θὰ βρεῖς τὴν Ἀθηνᾶ σου.
 
Ὀνειρέψου τὴν πρωτοκόρη νὰ γδύνεται ἀπὸ τὴν ἀντανάκλαση τοῦ ἡλίου,
καὶ μόνη, σὰν ἄγρια ἀμαζόνα νὰ τινάσσει τὴν ἁρμύρα ἀπὸ τὰ χείλη της.
Φρόντισέ την, πότισέ την μὲ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ τότε, τοῦ ἰσχυροῦ.
 
Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ ξεπροβάλλει καὶ πάλι πανέτοιμη
ἀπὸ τὸν γκρεμὸ τῆς σκέψης σου. Μὲ τὴν ἐλιὰ καὶ τὴν ἀπάντηση,
θὰ σὲ ἐτοιμάσει γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς γλαύκας.
 
Ἕνα μόνο σοῦ θυμίζω, πρόσεξε, μὴν αἰσθανθεῖς ὅτι τὴν γέννησες ἐσύ.
Ἀθάνατη καὶ παρθένος ἔβγαλε ἀπὸ τὰ σπλάχνα της τὸν Πλάτωνα,
Τὸ θεῖο φῶς τοῦ Σωκράτη καὶ τὴν τῶν ὅλων φιλοσόφων σκέψη.
 
Ἐκείνη καὶ Ἐκεῖνοι σοῦ χαρίζουν τὸ καλὸ τοῦ κόσμου σου,
Τὸ ἀρχέγονο πέρασμα ἀπὸ τὸ σκότος στὴν ἀλήθεια.
Φρόντισε νὰ τὸ παραδώσεις ἀνοιχτό! Παράδωσε το συντομότερο.
 
Σὰν τὸν Ὀδυσσέα λοιπὸν πλανίσου στὸν δρόμο τῆς Ἀθήνης,
τὸν δρόμο μὲ τὶς Σειρῆνες τῶν ἀισθήσεων καὶ τὰ παράθυρα.
Ἐκεῖνα, τὰ σπουδαῖα ποὺ ἀπὸ τότε φωτίζουν πρὸς τὰ ἔξω, μαγεύουν δὲν γητεύουν.
 
Φέρε τώρα τὴν Θεὰ καὶ πάλι στὸ μυαλό σου,
φίλα την στὸ μάγουλο καὶ φύγε γενναῖε μου.
Ἄνοιξε τὰ μάτια σου...
 
Καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὴν αὐγὴ νὰ ἀναζητᾶς τὴν αἰώνια γλαῦκα στὸν ὀρίζοντα.
Ὄχι σὰν τὶς ἄλλες ποὺ βγαίνουνε τὰ βράδια φοβισμένες!
Ἀγάπη μου, αὐτὴ ἡ γλαῦκα δὲν ἀσπάζεται τὸ σκότος.
 
 
 
Ἀλέξανδρος Κοὺκ, 11-01-2012
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

ΔΟΛΟΣ Η ΑΓΝΟΙΑ;

Η ονομαζομένη "κάθοδος των Δωριέων"  δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επάνοδος των Ηρακλειδών, των απογόνων δηλαδή του Ηρακλέους, στα πάτρια εδάφη. Πώς είναι δυνατόν να παραβάλλεται  από εκπροσώπους της πολιτείας αυτή η επάνοδος με την είσοδο παρανόμως στην χώρα μας αλλοεθνών;

Προς απάντησιν σας θυμίζω ένα τετράστιχο του Νίκου Γκάτσου:

Πολύ δεν θέλει ο Έλληνας
να χάση την λαλιά του
και να γίνη μισέλληνας
από την αμυαλιά του.


Καλή συνέχεια των διακοπών σας, παίδες,
θα μιλήσουμε εκτενέστερα για την "επάνοδο των Ηρακλειδών",
όταν ξανασυναντηθούμε στην τάξι!

Ζητώ συγγνώμη για το μονοτονικό, αλλά σας γράφω από την Λέρο κι ο υπολογιστής εδώ μάλλον δεν έχει πολυτονικά ή δεν τα βρίσκω εγώ. Έρρωσθε!