ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΧΑΒΙΑ (9 ἐτῶν)
Καλότυχο τὸ γένος τῶν πουλιῶν,
οἵ χειμῶνος μὲν χλαῖναν οὐκ ἀμπισχνοῦνται,
ποὺ τὸν χειμῶνα δὲν χρειάζονται κάπες,
οὐδ΄ αὖ θερμὴ πνίγους ἡμᾶς ἀκτὶς τηλαυγὴς θάλπει,
μὰ οὔτε οἱ ζεστὲς λαμπερὲς ἀκτῖνες τοῦ καλοκαιριοῦ μᾶς καῖνε ,
ἀλλ΄ ἀνθηρῶν λειμώνων
φύλλων τ΄ἐν κόλποις ναίω
μὰ κατοικοῦμε στ΄ ἀνθισμένα λιβάδια
μὲς στὶς φυλλωσιές,
ἡνίκ΄ ἄν ὁ θεσπέσιος ὀξὺ μέλος ἀχέτας
θάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾶ.
ὅταν ὁ θεσπέσιος μελωδός, ὁ τζίτζικας ,
στὶς ζέστες τοῦ μεσημεριοῦ, τρελλὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο, τραγουδᾶ .
Χορὸς (ἀντιστροφὴ), Ὄρνιθες, στ. 1088-1096
ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΤΗΝΩΝ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ: Μπόλμποση Τριανταφύλλου καὶ Μπουρῆ Ἀλεξάνδρου
ΚΟΤΣΥΦΑΣ: ὁ κότσυφας προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖον κόσσυφος ἤ κόττυφος, πιθανὸν ἐκ τῆς κοττίδος ( κοττὶς=κεφαλὴ). Ἐκ τῆς κοττίδος ὀνομάστηκε καὶ ἡ ὄρνιθα κόττα, ἐπειδὴ ἔχει λοφίον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς.
<<Καὶ οἱ ἀλεκτρύονες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῃ κεφαλῃ λόφον>>, μᾶς πληροφορεῖ ὁ λεξικογράφος Ἡσύχιος.
ΠΕΛΑΡΓΟΣ: τὸ ὄνομά του προέρχεται ἀπὸ τὸ πελός, τὸ ὁποῖον σημαίνει φαιός, γκρίζος καὶ ἀπὸ τὸ ἀργός, τὸ ὁποῖον σημαίνει λευκὸς καὶ γρήγορος. Ἡ σημασία τοῦ ἀσπρόμαυρος εἶναι δηλ. ἀπὸ τὰ πτερά του, τὰ ὁποῖα εἶναι μαῦρα καὶ λευκά.
ΣΠΙΝΟΣ: Ὁ σπίνος μοιάζει μὲ σπουργῖτι. Ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξι σπίζω (ἐκτείνω)< σπινός =λεπτός. Παρόμοια ὀνομάζεται καὶ στὰ σουηδικὰ spink (σπίνος).
ΦΑΛΑΚΡΟΚΟΡΑΞ: γνωστὸς καὶ ὡς κορμοράνος (phalacrocorax).
ΦΑΛΑΚΡΟΚΟΡΑΞ: γνωστὸς καὶ ὡς κορμοράνος (phalacrocorax).
ΦΑΛΑΡΙΔΑ: ἡ φαλαρίδα ζεῖ κοντὰ σὲ λίμνες. Τὸ ὄνομά της προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία
ἑλληνικὴ λέξι φάλαρος (=λευκός,φαλακρὸς, λευκομέτωπος), ἐπειδὴ ἔχει λευκὸ μέτπο.
(φάος/φῶς< φαλός καὶ φάλαρος ἤ φάληρος)
ἑλληνικὴ λέξι φάλαρος (=λευκός,φαλακρὸς, λευκομέτωπος), ἐπειδὴ ἔχει λευκὸ μέτπο.
(φάος/φῶς< φαλός καὶ φάλαρος ἤ φάληρος)
Φαλαρὶς πτηνὸν ὁ λεγόμενος λευκομέτωπος
ὅλον γὰρ ἐστὶ μέλαν, τὸ δὲ μέτωπον αὐτοῦ καὶ μόνον ἔχει λευκὸν
εὑρίσκεται δ' ἐν ποταμοῖς καὶ λίμναις.
ΦΛΩΡΟΣ: ὁ φλῶρος ἔχει μελωδικὸ κελάηδημα καὶ ἐλαιοπράσινο πτέρωμα. Ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπ΄τὴν ἀρχαία λέξι χλωρὸς (φλωρὸς ἐξ οὗ καὶ τὸ φλουρί) ποὺ δηλώνει τὸ χρῶμα του.
----------------------------------------------------------
ΜΕΡΙΚΑ ΑΚΟΜΑ ΠΤΗΝΑ ἀπὸ τὴν Νεφέλη Καψάλη:
Ὁ αἰετὸς ἤ ἀετὸς (ἐκ τοῦ ἄημι=πνέω) "πέτεται μετὰ πνοιαῖς ἀνέμου".
Ἡ ἀηδὼν ἄδει (ἄδω= ψάλλω, τραγουδῶ ἐξ οὗ ὠδεῖον).
Ἡ νῆσσα (ἐκ τοῦ νέω, νήχω = κολυμβῶ) εἶναι ἄριστος κολυμβητής. Ἀνήκει στὰ νηκτικὰ πτηνά.
Ὁ δενδροφυλλοσκόπος πῆρε τὸ ὅνομά του ἀπὸ τὴν συνήθειά του νὰ παρακολουθεῖ (σκοπεῖ) κάποιον μέσα ἀπὸ τὰ φύλλα τῶν δένδρων.
Τὸ φοινικόπτερον πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὰ πτερά του ποὺ ἔχουν κόκκινο χρῶμα (φοινικοῦν).
Ἀλκυών: τὸ γνωστὸ θαλασσοπούλι. Ὀνομάζεται ἀλκυὼν "παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ κύειν" δηλαδὴ κυοφορεῖ "ἐπωάζει ἐν τῆ θαλάσσῃ".
Ἡ σταχτοσουσουράδα ἔχει σταχτιὰ οὐρά τὴν ὁποία σείει (σουσ-ουράδα). Τὸ ἀρχαῖον της ὄνομα εἶναι σεισοπυγίς, "παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστὶ τὴν οὐράν".
Πηγή:Ἄννα Τζιροπούλου Εὐσταθίου, "Ὁ ἐν τῃ λέξει λόγος" .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου